Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιλαίομαι
Λίλαιος
Λιλύβαιον
λιμαγχέω
λιμαγχία
λιμαγχικός
λιμαγχονικός
λιμαίνω
λιμαλέος
λιμβός
λιμεναρχέω
λιμενάρχης
Λιμενήιον
λιμενήοχος
λιμενίζω
λιμένιος
λιμενίτης
λιμενιτικός
λιμενοειδής
λιμενοποιΐα
λιμενοποιϊκά
View word page
λιμεναρχέω
to be a harbour-master

ShortDef

to be a harbour-master

Debugging

Headword:
λιμεναρχέω
Headword (normalized):
λιμεναρχέω
Headword (normalized/stripped):
λιμεναρχεω
IDX:
53235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53236
Key:

Data

{'content': 'to be a harbour-master'}