Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λικύμνιος
Λίλαια
λιλαίομαι
Λίλαιος
Λιλύβαιον
λιμαγχέω
λιμαγχία
λιμαγχικός
λιμαγχονικός
λιμαίνω
λιμαλέος
λιμβός
λιμεναρχέω
λιμενάρχης
Λιμενήιον
λιμενήοχος
λιμενίζω
λιμένιος
λιμενίτης
λιμενιτικός
λιμενοειδής
View word page
λιμαλέος
starved
ShortDef
starved
Debugging
Headword:
λιμαλέος
Headword (normalized):
λιμαλέος
Headword (normalized/stripped):
λιμαλεος
IDX:
53233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53234
Key:
Data
{'content': 'starved'}