Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λικριφίς
λικροί
Λίκυμνα
Λικύμνιος
Λίλαια
λιλαίομαι
Λίλαιος
Λιλύβαιον
λιμαγχέω
λιμαγχία
λιμαγχικός
λιμαγχονικός
λιμαίνω
λιμαλέος
λιμβός
λιμεναρχέω
λιμενάρχης
Λιμενήιον
λιμενήοχος
λιμενίζω
λιμένιος
View word page
λιμαγχικός
famished
ShortDef
famished
Debugging
Headword:
λιμαγχικός
Headword (normalized):
λιμαγχικός
Headword (normalized/stripped):
λιμαγχικος
IDX:
53230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53231
Key:
Data
{'content': 'famished'}