Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικριφίς
λικροί
Λίκυμνα
Λικύμνιος
Λίλαια
λιλαίομαι
Λίλαιος
Λιλύβαιον
λιμαγχέω
λιμαγχία
λιμαγχικός
λιμαγχονικός
λιμαίνω
λιμαλέος
λιμβός
λιμεναρχέω
λιμενάρχης
Λιμενήιον
λιμενήοχος
View word page
λιμαγχέω
to be weakened
ShortDef
to be weakened
Debugging
Headword:
λιμαγχέω
Headword (normalized):
λιμαγχέω
Headword (normalized/stripped):
λιμαγχεω
IDX:
53228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53229
Key:
Data
{'content': 'to be weakened'}