Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λικνίτης
λίκνον
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικριφίς
λικροί
Λίκυμνα
Λικύμνιος
Λίλαια
λιλαίομαι
Λίλαιος
Λιλύβαιον
λιμαγχέω
λιμαγχία
λιμαγχικός
λιμαγχονικός
λιμαίνω
λιμαλέος
λιμβός
λιμεναρχέω
λιμενάρχης
View word page
Λίλαιος
Lilaeus
ShortDef
Lilaeus
Debugging
Headword:
Λίλαιος
Headword (normalized):
λίλαιος
Headword (normalized/stripped):
λιλαιος
IDX:
53226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53227
Key:
Data
{'content': 'Lilaeus'}