Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητικός
λικμητός
λικνίτης
λίκνον
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικριφίς
λικροί
Λίκυμνα
Λικύμνιος
Λίλαια
λιλαίομαι
Λίλαιος
Λιλύβαιον
λιμαγχέω
λιμαγχία
λιμαγχικός
λιμαγχονικός
View word page
λικροί
one that licks

ShortDef

one that licks

Debugging

Headword:
λικροί
Headword (normalized):
λικροί
Headword (normalized/stripped):
λικροι
IDX:
53221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53222
Key:

Data

{'content': 'one that licks'}