Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λικμαῖος
λικμάς
λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητικός
λικμητός
λικνίτης
λίκνον
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικριφίς
λικροί
Λίκυμνα
Λικύμνιος
Λίλαια
λιλαίομαι
Λίλαιος
Λιλύβαιον
λιμαγχέω
λιμαγχία
View word page
λικνοφόρος
carrying the sacred

ShortDef

carrying the sacred

Debugging

Headword:
λικνοφόρος
Headword (normalized):
λικνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
λικνοφορος
IDX:
53219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53220
Key:

Data

{'content': 'carrying the sacred'}