Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφιτράχηλος
ἀμφιτρέμω
ἀμφιτρέχω
ἀμφιτρής
ἀμφίτρητος
Ἀμφιτρίτη
ἀμφίτριψ
ἀμφιτρομέω
Ἀμφιτροπή
ἀμφιτροχάζω
Ἀμφιτρύων
Ἀμφιτρυωνιάδας
Ἀμφιτρυωνιάδης
ἀμφιτύπος
ἀμφιφαείνω
ἀμφιφαής
ἀμφίφαλος
ἀμφιφανής
ἀμφιφέρομαι
ἀμφιφοβέομαι
ἀμφιφοβέω
View word page
Ἀμφιτρύων
Amphitryo

ShortDef

Amphitryo

Debugging

Headword:
Ἀμφιτρύων
Headword (normalized):
ἀμφιτρύων
Headword (normalized/stripped):
αμφιτρυων
IDX:
5321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5322
Key:

Data

{'content': 'Amphitryo'}