Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λίθωσις
λικμαῖος
λικμάς
λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητικός
λικμητός
λικνίτης
λίκνον
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικριφίς
λικροί
Λίκυμνα
Λικύμνιος
Λίλαια
λιλαίομαι
Λίλαιος
Λιλύβαιον
λιμαγχέω
View word page
λικνοφορέω
carry the sacred

ShortDef

carry the sacred

Debugging

Headword:
λικνοφορέω
Headword (normalized):
λικνοφορέω
Headword (normalized/stripped):
λικνοφορεω
IDX:
53218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53219
Key:

Data

{'content': 'carry the sacred'}