Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθώπης
λίθωσις
λικμαῖος
λικμάς
λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητικός
λικμητός
λικνίτης
λίκνον
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικριφίς
λικροί
Λίκυμνα
Λικύμνιος
Λίλαια
λιλαίομαι
Λίλαιος
Λιλύβαιον
View word page
λίκνον
a winnowing-fan
ShortDef
a winnowing-fan
Debugging
Headword:
λίκνον
Headword (normalized):
λίκνον
Headword (normalized/stripped):
λικνον
IDX:
53217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53218
Key:
Data
{'content': 'a winnowing-fan'}