Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθωμότης
λιθώπης
λίθωσις
λικμαῖος
λικμάς
λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητικός
λικμητός
λικνίτης
λίκνον
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικριφίς
λικροί
Λίκυμνα
Λικύμνιος
Λίλαια
λιλαίομαι
Λίλαιος
View word page
λικνίτης
of the λίκνον
ShortDef
of the λίκνον
Debugging
Headword:
λικνίτης
Headword (normalized):
λικνίτης
Headword (normalized/stripped):
λικνιτης
IDX:
53216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53217
Key:
Data
{'content': 'of the λίκνον'}