Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθωδία
λιθωμότης
λιθώπης
λίθωσις
λικμαῖος
λικμάς
λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητικός
λικμητός
λικνίτης
λίκνον
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικριφίς
λικροί
Λίκυμνα
Λικύμνιος
Λίλαια
λιλαίομαι
View word page
λικμητός
a winnowing

ShortDef

a winnowing

Debugging

Headword:
λικμητός
Headword (normalized):
λικμητός
Headword (normalized/stripped):
λικμητος
IDX:
53215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53216
Key:

Data

{'content': 'a winnowing'}