Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθόω
λιθώδης
λιθωδία
λιθωμότης
λιθώπης
λίθωσις
λικμαῖος
λικμάς
λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητικός
λικμητός
λικνίτης
λίκνον
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικριφίς
λικροί
Λίκυμνα
Λικύμνιος
View word page
λικμητήριον
winnowing-fan, shovel

ShortDef

winnowing-fan, shovel

Debugging

Headword:
λικμητήριον
Headword (normalized):
λικμητήριον
Headword (normalized/stripped):
λικμητηριον
IDX:
53213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53214
Key:

Data

{'content': 'winnowing-fan, shovel'}