Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθόψωκτος
λιθόω
λιθώδης
λιθωδία
λιθωμότης
λιθώπης
λίθωσις
λικμαῖος
λικμάς
λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητικός
λικμητός
λικνίτης
λίκνον
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικριφίς
λικροί
Λίκυμνα
View word page
λικμητήρ
a winnower
ShortDef
a winnower
Debugging
Headword:
λικμητήρ
Headword (normalized):
λικμητήρ
Headword (normalized/stripped):
λικμητηρ
IDX:
53212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53213
Key:
Data
{'content': 'a winnower'}