Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθοψήκτης
λιθόψωκτος
λιθόω
λιθώδης
λιθωδία
λιθωμότης
λιθώπης
λίθωσις
λικμαῖος
λικμάς
λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητικός
λικμητός
λικνίτης
λίκνον
λικνοφορέω
λικνοφόρος
λικριφίς
λικροί
View word page
λικμάω
to part the grain from the chaff, to winnow

ShortDef

to part the grain from the chaff, to winnow

Debugging

Headword:
λικμάω
Headword (normalized):
λικμάω
Headword (normalized/stripped):
λικμαω
IDX:
53211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53212
Key:

Data

{'content': 'to part the grain from the chaff, to winnow'}