Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθουρία
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθοψήκτης
λιθόψωκτος
λιθόω
λιθώδης
λιθωδία
λιθωμότης
λιθώπης
λίθωσις
λικμαῖος
λικμάς
λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητικός
λικμητός
λικνίτης
λίκνον
λικνοφορέω
View word page
λίθωσις
a turning into stone, petrifying

ShortDef

a turning into stone, petrifying

Debugging

Headword:
λίθωσις
Headword (normalized):
λίθωσις
Headword (normalized/stripped):
λιθωσις
IDX:
53208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53209
Key:

Data

{'content': 'a turning into stone, petrifying'}