Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθουργικός
λιθουργός
λιθουρία
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθοψήκτης
λιθόψωκτος
λιθόω
λιθώδης
λιθωδία
λιθωμότης
λιθώπης
λίθωσις
λικμαῖος
λικμάς
λικμάω
λικμητήρ
λικμητήριον
λικμητικός
λικμητός
λικνίτης
View word page
λιθωμότης
one that took an oath at the altar
ShortDef
one that took an oath at the altar
Debugging
Headword:
λιθωμότης
Headword (normalized):
λιθωμότης
Headword (normalized/stripped):
λιθωμοτης
IDX:
53206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53207
Key:
Data
{'content': 'one that took an oath at the altar'}