Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθουλκία
λιθουλκός
λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
λιθουργία
λιθουργικός
λιθουργός
λιθουρία
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθοψήκτης
λιθόψωκτος
λιθόω
λιθώδης
λιθωδία
λιθωμότης
λιθώπης
λίθωσις
λικμαῖος
λικμάς
View word page
λιθοφόρος
carrying stones

ShortDef

carrying stones

Debugging

Headword:
λιθοφόρος
Headword (normalized):
λιθοφόρος
Headword (normalized/stripped):
λιθοφορος
IDX:
53200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53201
Key:

Data

{'content': 'carrying stones'}