Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθουλκέω
λιθουλκία
λιθουλκός
λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
λιθουργία
λιθουργικός
λιθουργός
λιθουρία
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθοψήκτης
λιθόψωκτος
λιθόω
λιθώδης
λιθωδία
λιθωμότης
λιθώπης
λίθωσις
λικμαῖος
View word page
λιθοφορέω
to carry stones

ShortDef

to carry stones

Debugging

Headword:
λιθοφορέω
Headword (normalized):
λιθοφορέω
Headword (normalized/stripped):
λιθοφορεω
IDX:
53199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53200
Key:

Data

{'content': 'to carry stones'}