Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρομήλη
ἀγκυρουχία
ἀγκυρωτός
ἀγκών
ἀγκωνίζω
ἀγκώνιον
ἀγκωνισμός
ἀγκωνόδεσμος
ἀγκωνοειδής
ἀγλαέθειρος
Ἀγλαΐα
ἀγλαΐα
ἀγλαΐζομαι
View word page
ἀγκυρωτός
bent like an anchor

ShortDef

bent like an anchor

Debugging

Headword:
ἀγκυρωτός
Headword (normalized):
ἀγκυρωτός
Headword (normalized/stripped):
αγκυρωτος
IDX:
531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-532
Key:

Data

{'content': 'bent like an anchor'}