Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθοτράχηλος
λιθοτριβικός
λιθουλκέω
λιθουλκία
λιθουλκός
λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
λιθουργία
λιθουργικός
λιθουργός
λιθουρία
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθοψήκτης
λιθόψωκτος
λιθόω
λιθώδης
λιθωδία
λιθωμότης
λιθώπης
View word page
λιθουργός
a worker in stone, stone-mason
ShortDef
a worker in stone, stone-mason
Debugging
Headword:
λιθουργός
Headword (normalized):
λιθουργός
Headword (normalized/stripped):
λιθουργος
IDX:
53197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53198
Key:
Data
{'content': 'a worker in stone, stone-mason'}