Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθοτόμος
λιθοτράχηλος
λιθοτριβικός
λιθουλκέω
λιθουλκία
λιθουλκός
λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
λιθουργία
λιθουργικός
λιθουργός
λιθουρία
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθοψήκτης
λιθόψωκτος
λιθόω
λιθώδης
λιθωδία
λιθωμότης
View word page
λιθουργικός
of or for a λιθουργός, stone-mason
ShortDef
of or for a λιθουργός, stone-mason
Debugging
Headword:
λιθουργικός
Headword (normalized):
λιθουργικός
Headword (normalized/stripped):
λιθουργικος
IDX:
53196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53197
Key:
Data
{'content': 'of or for a λιθουργός, stone-mason'}