Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθοτομία
λιθοτομικός
λιθοτόμος
λιθοτράχηλος
λιθοτριβικός
λιθουλκέω
λιθουλκία
λιθουλκός
λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
λιθουργία
λιθουργικός
λιθουργός
λιθουρία
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθοψήκτης
λιθόψωκτος
λιθόω
λιθώδης
View word page
λιθουργής
worked in stone
ShortDef
worked in stone
Debugging
Headword:
λιθουργής
Headword (normalized):
λιθουργής
Headword (normalized/stripped):
λιθουργης
IDX:
53194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53195
Key:
Data
{'content': 'worked in stone'}