Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθοτομεῖον
λιθοτομία
λιθοτομικός
λιθοτόμος
λιθοτράχηλος
λιθοτριβικός
λιθουλκέω
λιθουλκία
λιθουλκός
λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
λιθουργία
λιθουργικός
λιθουργός
λιθουρία
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθοψήκτης
λιθόψωκτος
λιθόω
View word page
λιθουργέω
to turn into stone, petrify
ShortDef
to turn into stone, petrify
Debugging
Headword:
λιθουργέω
Headword (normalized):
λιθουργέω
Headword (normalized/stripped):
λιθουργεω
IDX:
53193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53194
Key:
Data
{'content': 'to turn into stone, petrify'}