Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθόσπερμον
λιθοστεγής
λιθόστρωτος
λιθοτομεῖον
λιθοτομία
λιθοτομικός
λιθοτόμος
λιθοτράχηλος
λιθοτριβικός
λιθουλκέω
λιθουλκία
λιθουλκός
λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
λιθουργία
λιθουργικός
λιθουργός
λιθουρία
λιθοφορέω
λιθοφόρος
View word page
λιθουλκία
haulage of stone
ShortDef
haulage of stone
Debugging
Headword:
λιθουλκία
Headword (normalized):
λιθουλκία
Headword (normalized/stripped):
λιθουλκια
IDX:
53190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53191
Key:
Data
{'content': 'haulage of stone'}