Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθοσπαδής
λιθόσπερμον
λιθοστεγής
λιθόστρωτος
λιθοτομεῖον
λιθοτομία
λιθοτομικός
λιθοτόμος
λιθοτράχηλος
λιθοτριβικός
λιθουλκέω
λιθουλκία
λιθουλκός
λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
λιθουργία
λιθουργικός
λιθουργός
λιθουρία
λιθοφορέω
View word page
λιθουλκέω
draw
ShortDef
draw
Debugging
Headword:
λιθουλκέω
Headword (normalized):
λιθουλκέω
Headword (normalized/stripped):
λιθουλκεω
IDX:
53189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53190
Key:
Data
{'content': 'draw'}