Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόσπερμον
λιθοστεγής
λιθόστρωτος
λιθοτομεῖον
λιθοτομία
λιθοτομικός
λιθοτόμος
λιθοτράχηλος
λιθοτριβικός
λιθουλκέω
λιθουλκία
λιθουλκός
λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
λιθουργία
λιθουργικός
λιθουργός
λιθουρία
View word page
λιθοτριβικός
of or for stone-polishing
ShortDef
of or for stone-polishing
Debugging
Headword:
λιθοτριβικός
Headword (normalized):
λιθοτριβικός
Headword (normalized/stripped):
λιθοτριβικος
IDX:
53188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53189
Key:
Data
{'content': 'of or for stone-polishing'}