Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθοπρίστης
λιθόρρινος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόσπερμον
λιθοστεγής
λιθόστρωτος
λιθοτομεῖον
λιθοτομία
λιθοτομικός
λιθοτόμος
λιθοτράχηλος
λιθοτριβικός
λιθουλκέω
λιθουλκία
λιθουλκός
λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
λιθουργία
λιθουργικός
View word page
λιθοτόμος
a stone-cutter

ShortDef

a stone-cutter

Debugging

Headword:
λιθοτόμος
Headword (normalized):
λιθοτόμος
Headword (normalized/stripped):
λιθοτομος
IDX:
53186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53187
Key:

Data

{'content': 'a stone-cutter'}