Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθοποιέω
λιθοποιός
λιθοπρίστης
λιθόρρινος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόσπερμον
λιθοστεγής
λιθόστρωτος
λιθοτομεῖον
λιθοτομία
λιθοτομικός
λιθοτόμος
λιθοτράχηλος
λιθοτριβικός
λιθουλκέω
λιθουλκία
λιθουλκός
λιθουργεῖον
λιθουργέω
λιθουργής
View word page
λιθοτομία
a place where stone is cut, a quarry
ShortDef
a place where stone is cut, a quarry
Debugging
Headword:
λιθοτομία
Headword (normalized):
λιθοτομία
Headword (normalized/stripped):
λιθοτομια
IDX:
53184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53185
Key:
Data
{'content': 'a place where stone is cut, a quarry'}