Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθοξοεῖον
λιθοξοϊκός
λιθοξόος
λιθόξοος
λιθοποιέω
λιθοποιός
λιθοπρίστης
λιθόρρινος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόσπερμον
λιθοστεγής
λιθόστρωτος
λιθοτομεῖον
λιθοτομία
λιθοτομικός
λιθοτόμος
λιθοτράχηλος
λιθοτριβικός
λιθουλκέω
λιθουλκία
View word page
λιθόσπερμον
gromwell, Lithospermum officinale
ShortDef
gromwell, Lithospermum officinale
Debugging
Headword:
λιθόσπερμον
Headword (normalized):
λιθόσπερμον
Headword (normalized/stripped):
λιθοσπερμον
IDX:
53180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53181
Key:
Data
{'content': 'gromwell, Lithospermum officinale'}