Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθολόγημα
λιθολογία
λιθολόγος
λιθοξόανος
λιθοξοεῖον
λιθοξοϊκός
λιθοξόος
λιθόξοος
λιθοποιέω
λιθοποιός
λιθοπρίστης
λιθόρρινος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόσπερμον
λιθοστεγής
λιθόστρωτος
λιθοτομεῖον
λιθοτομία
λιθοτομικός
λιθοτόμος
View word page
λιθοπρίστης
sawing stone

ShortDef

sawing stone

Debugging

Headword:
λιθοπρίστης
Headword (normalized):
λιθοπρίστης
Headword (normalized/stripped):
λιθοπριστης
IDX:
53176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53177
Key:

Data

{'content': 'sawing stone'}