Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθόλευστος
λιθολογέω
λιθολόγημα
λιθολογία
λιθολόγος
λιθοξόανος
λιθοξοεῖον
λιθοξοϊκός
λιθοξόος
λιθόξοος
λιθοποιέω
λιθοποιός
λιθοπρίστης
λιθόρρινος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόσπερμον
λιθοστεγής
λιθόστρωτος
λιθοτομεῖον
λιθοτομία
View word page
λιθοποιέω
turn to stone

ShortDef

turn to stone

Debugging

Headword:
λιθοποιέω
Headword (normalized):
λιθοποιέω
Headword (normalized/stripped):
λιθοποιεω
IDX:
53174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53175
Key:

Data

{'content': 'turn to stone'}