Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθοκτονία
λιθολάβος
λιθολευστέω
λιθόλευστος
λιθολογέω
λιθολόγημα
λιθολογία
λιθολόγος
λιθοξόανος
λιθοξοεῖον
λιθοξοϊκός
λιθοξόος
λιθόξοος
λιθοποιέω
λιθοποιός
λιθοπρίστης
λιθόρρινος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόσπερμον
λιθοστεγής
View word page
λιθοξοϊκός
of or for stone-cutting

ShortDef

of or for stone-cutting

Debugging

Headword:
λιθοξοϊκός
Headword (normalized):
λιθοξοϊκός
Headword (normalized/stripped):
λιθοξοικος
IDX:
53171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53172
Key:

Data

{'content': 'of or for stone-cutting'}