Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφιτινάσσω
ἀμφιτιττυβίζω
ἀμφίτομος
ἀμφιτόμος
ἀμφίτορνος
ἀμφιτράχηλος
ἀμφιτρέμω
ἀμφιτρέχω
ἀμφιτρής
ἀμφίτρητος
Ἀμφιτρίτη
ἀμφίτριψ
ἀμφιτρομέω
Ἀμφιτροπή
ἀμφιτροχάζω
Ἀμφιτρύων
Ἀμφιτρυωνιάδας
Ἀμφιτρυωνιάδης
ἀμφιτύπος
ἀμφιφαείνω
ἀμφιφαής
View word page
Ἀμφιτρίτη
Amphitrite

ShortDef

Amphitrite

Debugging

Headword:
Ἀμφιτρίτη
Headword (normalized):
ἀμφιτρίτη
Headword (normalized/stripped):
αμφιτριτη
IDX:
5316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5317
Key:

Data

{'content': 'Amphitrite'}