Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθοκοπέω
λιθοκοπικός
λιθοκόπος
λιθοκρήδεμνος
λιθοκτονία
λιθολάβος
λιθολευστέω
λιθόλευστος
λιθολογέω
λιθολόγημα
λιθολογία
λιθολόγος
λιθοξόανος
λιθοξοεῖον
λιθοξοϊκός
λιθοξόος
λιθόξοος
λιθοποιέω
λιθοποιός
View word page
λιθολογέω
build with unworked stones
ShortDef
build with unworked stones
Debugging
Headword:
λιθολογέω
Headword (normalized):
λιθολογέω
Headword (normalized/stripped):
λιθολογεω
IDX:
53165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53166
Key:
Data
{'content': 'build with unworked stones'}