Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
λιθοκάρδιος
λιθοκέφαλος
λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθοκοπέω
λιθοκοπικός
λιθοκόπος
λιθοκρήδεμνος
λιθοκτονία
λιθολάβος
λιθολευστέω
λιθόλευστος
λιθολογέω
λιθολόγημα
λιθολογία
λιθολόγος
λιθοξόανος
λιθοξοεῖον
View word page
λιθοκρήδεμνος
with crown of stone

ShortDef

with crown of stone

Debugging

Headword:
λιθοκρήδεμνος
Headword (normalized):
λιθοκρήδεμνος
Headword (normalized/stripped):
λιθοκρηδεμνος
IDX:
53160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53161
Key:

Data

{'content': 'with crown of stone'}