Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
λιθοκάρδιος
λιθοκέφαλος
λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθοκοπέω
λιθοκοπικός
λιθοκόπος
λιθοκρήδεμνος
λιθοκτονία
λιθολάβος
λιθολευστέω
λιθόλευστος
λιθολογέω
λιθολόγημα
λιθολογία
λιθολόγος
View word page
λιθοκοπικός
of or for stone-cutting

ShortDef

of or for stone-cutting

Debugging

Headword:
λιθοκοπικός
Headword (normalized):
λιθοκοπικός
Headword (normalized/stripped):
λιθοκοπικος
IDX:
53158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53159
Key:

Data

{'content': 'of or for stone-cutting'}