Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
λιθοκάρδιος
λιθοκέφαλος
λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθοκοπέω
λιθοκοπικός
λιθοκόπος
λιθοκρήδεμνος
λιθοκτονία
λιθολάβος
λιθολευστέω
λιθόλευστος
View word page
λιθοκέφαλος
with a stone in its head

ShortDef

with a stone in its head

Debugging

Headword:
λιθοκέφαλος
Headword (normalized):
λιθοκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
λιθοκεφαλος
IDX:
53154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53155
Key:

Data

{'content': 'with a stone in its head'}