Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
λιθοκάρδιος
λιθοκέφαλος
λιθόκολλα
λιθοκόλλητος
λιθοκοπέω
λιθοκοπικός
View word page
λιθοεργός
turning to stone

ShortDef

turning to stone

Debugging

Headword:
λιθοεργός
Headword (normalized):
λιθοεργός
Headword (normalized/stripped):
λιθοεργος
IDX:
53148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53149
Key:

Data

{'content': 'turning to stone'}