Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθόγληνος
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
λιθοκαλλής
View word page
λιθοδερκής
petrifying with a glance

ShortDef

petrifying with a glance

Debugging

Headword:
λιθοδερκής
Headword (normalized):
λιθοδερκής
Headword (normalized/stripped):
λιθοδερκης
IDX:
53142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53143
Key:

Data

{'content': 'petrifying with a glance'}