Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθοβολία
λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθόγληνος
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
λιθοικοδόμητος
View word page
λιθόδενδρον
branching coral

ShortDef

branching coral

Debugging

Headword:
λιθόδενδρον
Headword (normalized):
λιθόδενδρον
Headword (normalized/stripped):
λιθοδενδρον
IDX:
53141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53142
Key:

Data

{'content': 'branching coral'}