Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθοβόλια
λιθοβολία
λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθόγληνος
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοειδής
λιθοεργός
λιθοθεσία
λιθοθήρας
View word page
λιθοδαίδαλος
cunningly fashioned in stone

ShortDef

cunningly fashioned in stone

Debugging

Headword:
λιθοδαίδαλος
Headword (normalized):
λιθοδαίδαλος
Headword (normalized/stripped):
λιθοδαιδαλος
IDX:
53140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53141
Key:

Data

{'content': 'cunningly fashioned in stone'}