Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθόβασις
λιθοβλής
λιθόβλητος
λιθοβολέω
λιθοβόλια
λιθοβολία
λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθόγληνος
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
λιθοδαίδαλος
λιθόδενδρον
λιθοδερκής
λιθόδερμος
λιθοδικτέω
λιθόδμητος
λιθοδόμος
View word page
λιθογλυφία
a cutting in stone

ShortDef

a cutting in stone

Debugging

Headword:
λιθογλυφία
Headword (normalized):
λιθογλυφία
Headword (normalized/stripped):
λιθογλυφια
IDX:
53136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53137
Key:

Data

{'content': 'a cutting in stone'}