Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθιάω
λιθίδιον
λιθίζω
λιθικός
λίθινος
λιθινότης
λιθίον
λιθόβασις
λιθοβλής
λιθόβλητος
λιθοβολέω
λιθοβόλια
λιθοβολία
λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθόγληνος
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
λιθογλώχιν
λιθογνωμικός
View word page
λιθοβολέω
to pelt with stones, stone

ShortDef

to pelt with stones, stone

Debugging

Headword:
λιθοβολέω
Headword (normalized):
λιθοβολέω
Headword (normalized/stripped):
λιθοβολεω
IDX:
53129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53130
Key:

Data

{'content': 'to pelt with stones, stone'}