Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθηλογής
λιθίασις
λιθιάω
λιθίδιον
λιθίζω
λιθικός
λίθινος
λιθινότης
λιθίον
λιθόβασις
λιθοβλής
λιθόβλητος
λιθοβολέω
λιθοβόλια
λιθοβολία
λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθόγληνος
λιθογλύπτης
λιθογλυφία
λιθογλύφος
View word page
λιθοβλής
stoned
ShortDef
stoned
Debugging
Headword:
λιθοβλής
Headword (normalized):
λιθοβλής
Headword (normalized/stripped):
λιθοβλης
IDX:
53127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53128
Key:
Data
{'content': 'stoned'}