Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθάσβεστος
λιθασμός
λιθαστής
λιθαστικός
λιθεία
λιθέμπορος
λίθεος
λιθηγός
λιθηλογής
λιθίασις
λιθιάω
λιθίδιον
λιθίζω
λιθικός
λίθινος
λιθινότης
λιθίον
λιθόβασις
λιθοβλής
λιθόβλητος
λιθοβολέω
View word page
λιθιάω
to suffer from stone

ShortDef

to suffer from stone

Debugging

Headword:
λιθιάω
Headword (normalized):
λιθιάω
Headword (normalized/stripped):
λιθιαω
IDX:
53119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53120
Key:

Data

{'content': 'to suffer from stone'}