Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθάργυρος
λιθαργυροφανής
λιθάριον
λιθάς
λιθάσβεστος
λιθασμός
λιθαστής
λιθαστικός
λιθεία
λιθέμπορος
λίθεος
λιθηγός
λιθηλογής
λιθίασις
λιθιάω
λιθίδιον
λιθίζω
λιθικός
λίθινος
λιθινότης
λιθίον
View word page
λίθεος
of stone
ShortDef
of stone
Debugging
Headword:
λίθεος
Headword (normalized):
λίθεος
Headword (normalized/stripped):
λιθεος
IDX:
53115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53116
Key:
Data
{'content': 'of stone'}