Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθαναβολεύς
λίθαξ
λιθαργύρινος
λιθάργυρος
λιθαργυροφανής
λιθάριον
λιθάς
λιθάσβεστος
λιθασμός
λιθαστής
λιθαστικός
λιθεία
λιθέμπορος
λίθεος
λιθηγός
λιθηλογής
λιθίασις
λιθιάω
λιθίδιον
λιθίζω
λιθικός
View word page
λιθαστικός
by stoning
ShortDef
by stoning
Debugging
Headword:
λιθαστικός
Headword (normalized):
λιθαστικός
Headword (normalized/stripped):
λιθαστικος
IDX:
53112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53113
Key:
Data
{'content': 'by stoning'}