Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιθάζω
λιθαναβολεύς
λίθαξ
λιθαργύρινος
λιθάργυρος
λιθαργυροφανής
λιθάριον
λιθάς
λιθάσβεστος
λιθασμός
λιθαστής
λιθαστικός
λιθεία
λιθέμπορος
λίθεος
λιθηγός
λιθηλογής
λιθίασις
λιθιάω
λιθίδιον
λιθίζω
View word page
λιθαστής
one who stones
ShortDef
one who stones
Debugging
Headword:
λιθαστής
Headword (normalized):
λιθαστής
Headword (normalized/stripped):
λιθαστης
IDX:
53111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53112
Key:
Data
{'content': 'one who stones'}