Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιθαγωγός
λιθάζω
λιθαναβολεύς
λίθαξ
λιθαργύρινος
λιθάργυρος
λιθαργυροφανής
λιθάριον
λιθάς
λιθάσβεστος
λιθασμός
λιθαστής
λιθαστικός
λιθεία
λιθέμπορος
λίθεος
λιθηγός
λιθηλογής
λιθίασις
λιθιάω
λιθίδιον
View word page
λιθασμός
stoning

ShortDef

stoning

Debugging

Headword:
λιθασμός
Headword (normalized):
λιθασμός
Headword (normalized/stripped):
λιθασμος
IDX:
53110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53111
Key:

Data

{'content': 'stoning'}